Books

Μαυρα Σκυλια

Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2015

Τα Μαύρα σκυλιά, το ομώνυμο ποίημα στη συλλογή αυτή, είναι η πρώτη «ιστορία» ενός ταξιδιού στο μαγικό τοπίο των υποσυνείδητων και υπερρεαλιστικών εικόνων, εμπειριών, συναισθημάτων, επιθυμιών, φόβων και προσδοκιών, που, ενώ έχουν αφετηρία την πραγματικότητα, διεισδύουν σε μια άλλη διάσταση, αυτή του ονείρου και του φανταστικού, όπου τα πάντα μπορεί να συμβούν και η ανατροπή διαδέχεται και αντιμάχεται το δεδομένο όπως η μέρα τη νύχτα.  Τα ποιήματα, οι ιστορίες αυτές η μια μετά την άλλη, το ταξίδι, η φυγή, ο έρωτας, ο θάνατος, η επιθυμία, η νίκη, η ήττα, η απώλεια, η πλησμονή, η αλήθεια, το ψέμα, η χαρά, η λύπη, η ευγνωμοσύνη, όλα μοιάζουν να ενώνονται και να σμίγουν, φορώντας φορέματα και πράσινα κοστούμια, με ό,τι ονομάζεται ζωή, για ένα χορό, για ένα βαλς στους δρόμους, στις γέφυρες ή και στα κλειστά δωμάτια των ξεχασμένων πόλεων που συνεχίζουν να υπάρχουν κάτω από τους υγρούς ουρανούς των ονείρων.

Η περιπετεια της Μπεττυ και αλλα ποιηματα

(.poema..) εκδόσεις, Αθήνα 2009

Οι λέξεις της Δάφνης Νικήτα αναδίδουν ευωδίες ποίησης από το πρώτο κιόλας ξεφύλλισμα της συλλογής – ανάμεσα σε στίχους και εικόνες, διακυμάνσεις μεταξύ σιωπής και μελωδίας, πολλαπλές εκφάνσεις του εγώ και του εμείς. Κάθε ποίημα μοιάζει με δοκιμή κι εμπειρία πολύτιμη, πεφρασμένη με τρόπο άμεσο, συνοπτικό, σχεδόν πάντοτε λακωνικό.

Η δημιουργός δοκιμάζει τα όρια του δομημένου ποιητικού της σύμπαντος με 23 νέα ποιήματα –τα περισσότερα παρουσιασμένα κατ’ αποκλειστικότητα στις ηλεκτρονικές σελίδες του περιοδικού (.poema..)– καθώς και με αναδιάταξη παλαιότερων ποιημάτων της (22 τον αριθμό), προερχόμενων από τις συλλογές της, «Μπουκάλια από το ίδιο άρωμα» (Εν Τύποις, Λευκωσία 1999) και «Το βροχερό βαγόνι» (Το Ροδακιό, Αθήνα 2007).

Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια αυτοπαρουσίαση? εδώ διαφαίνεται όχι μόνον η εξελικτική πορεία της Δάφνης Νικήτα αυτή καθ’ εαυτή, αλλ’ επίσης προδίδεται η επιδίωξη να δοκιμάσει εκ νέου, με ωριμότητα γραφίδας και νοός, το πέρασμα στη διάσταση όπου οι συγκινήσεις, τα αντικείμενα, οι επιθυμίες, ο χρόνος στο δέρμα και ο ορίζοντας του βλέμματος διαφοροποιούνται απ’ ό,τι συνήθως ονομάζεται πραγματικότητα.

Η έκδοση κυκλοφορεί δίγλωσση, σε ελληνικά κι αγγλικά, με αφορμή τη συμμετοχή της ποιήτριας στις εκδηλώσεις της 53Μπιενάλε Βενετίας (7 Ιουνίου έως 22 Νοεμβρίου 2009), στο πλαίσιο της έκθεσης Making Worlds του καλλιτεχνικού διευθυντή Daniel Birnbaum, και συγκεκριμένα στην παραγωγή Making words.

Η περιπέτεια της Μπέττυ

Την πήρε απαλά
στην αγκαλιά της και
προχώρησε μέχρι
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
του παλιού σπιτιού
μπήκε χαμογελώντας
στην κουζίνα
-απόψε θα έβαζε τα δυνατά της-
οι μυρωδιές θα τον έφερναν αμέσως κοντά της
-δεν έχει χρόνο-
από το ξύλινο ράφι
αρπάζει τη μεγάλη πιατέλα
αυτή με τις λευκές μαργαρίτες στη μέση
και την αφήνει στο τραπέζι
δύο ποτήρια για κρασί ακόμη
κόκκινο
-κάποιος είναι στην πόρτα της-
λυγίζει το σώμα και την ακουμπάει
στο πιάτο με χαρά
κάθεται στην καρέκλα της και περιμένει
-κανείς-
μόνο η νεκρή
νυφίτσα να κείτεται
μπροστά της.
Αράχνη στο στόμα
Φοράω τις χοντρές λαστιχένιες μπότες
και μπαίνω στην αφιλόξενη
κάμαρα από σύρμα λεπτό φτιαγμένη
και παλιά ανάγλυφα γράμματα
-δεν έχω τίποτα να χάσω-
πάνω σε πιάτα με τουλίπες
τοποθετώ το γυμνό σου
κεφάλι και κεντάω
σε ακίνητο λαιμό
μακριά φύλλα
με μια αράχνη από βρεγμένο νήμα
σου κλείνω το στόμα
και σου δείχνω με το δάκτυλο
όρθιο ανοικτό ψαλίδι
να ισορροπεί σε γέρικους φόβους
βελούδινους
-περπάτησε λοιπόν προς τον κήπο με τα ρόδα-
γράφει το καπέλο του πατέρα
το αφήνω στο πλάι σου
από το σώμα μου βγαίνουν
γυναίκες, άνδρες και ζώα από μαλλί
-δεν σε βλέπω πια-
ανοίγω με το χέρι το ξύλινο συρτάρι
παίρνω μαχαίρι και πιρούνι
χωρίζω στα δύο τα ανάκατα γράμματα
της ασημένιας πιατέλας
και γράφω στη μέση
-τι κάνουν όλοι αυτοί οι ξένοι στο σπίτι μου;-
Παγωμένα πουλιά
Αυτά που μου
δίνεις είναι ψίχουλα για παγωμένα πουλιά
που κρέμονται τα βράδια
στα παράθυρα των σπιτιών
των ρημαγμένων πόλεων.
Τα ομιχλώδη πρόσωπα του George Grosz
Τέσσερις άνδρες
με σκούρα παλτά
και καπέλα
περπατούν αμίλητοι
σε σκοτεινό καντούνι
Οι τοίχοι της πόλης
βαραίνουν καθώς
η πράσινη μούχλα
του μεγάλου καναλιού
μεγαλώνει στις άκρες τους
Βγαίνουν στη μεγάλη
πλατεία με τα καπνοπωλεία
και τη χαμηλή ομίχλη
που κρύβει τα πρόσωπα
των περαστικών
Φορέματα μέχρι το γόνατο
ψηλά τακούνια και
μακριές εσάρπες
μόνες και σκεφτικές
γεύονται την υγρασία
της απατηλής πολιτείας
σαν καινούργιο χάδι
όπως τις αγάπησε κάποιο
φθινόπωρο περασμένο
ο Grosz και επινόησε τον φοβισμένο
διανοούμενο με τα καμένα σπίρτα
στο χέρι
που ψάχνει απεγνωσμένα
να ανάψει τα θολά
πρόσωπα των γυάλινων χρόνων
George Grosz (1893-1959): Αμερικανός ζωγράφος γεννημένος στη Γερμανία.
Ο μολυβένιος άνθρωπος
Και ξαφνικά
απλώνει το χέρι
και πετάει τη χρυσή
επιταγή στο ποτάμι
που στις όχθες του
ανασαίνουν με δυσκολία
ανάμεσα σε βρόμικα σεντόνια
και τυφλά σκυλιά
οι απόκληροι της μολυβένιας χώρας
με τα κλειστά παράθυρα
και τα κρύα μπαλκόνια
Ανεβαίνει στην άκρη του μεγάλου γεφυριού
πετάει από το κεφάλι
το στέμμα του δειλού άρχοντα
ξεριζώνει από το βαρύ παλτό
τα μικρά πολύτιμα εικονίδια της νίκης
ανοίγει τα μακριά του χέρια
και πηδά
στο κενό

Δάφνη Νικήτα
Η περιπέτεια της Μπέττυ και άλλα ποιήματα
(..Poema..) εκδόσεις, Αθήνα 2009

BETTY’S ADVENTURE

She took it gently
in her arms and
walked up
to the marble stairs
of the old house
she went into the kitchen
smiling
-tonight she’d do her very best –
the smells would soon bring him to her side
– there’s no time to waste –
from the wooden plate rack
she grabs hold of the platter
the one with the white lilies in the middle
and puts it on the table
two more glasses for red
wine
– there’s someone at the door –
she bends her body and rests it
on the plate full of joy
she sits in her chair and waits
– no one –
only the dead
weasel lies
in front of her
SPIDER IN THE MOUTH
I put on my gumboots
and enter the unwelcoming
room made of thin wire
and old letters carved in relief
– I have nothing to lose –
on plates adorned with tulips
I place your bare
head and on your unmoving neck
embroider
long leaves
with a moist thready spider
I block your mouth
and point to
a pair of open scissors standing on end
and balanced on velvety
oldish fears
– so walk towards the rose garden –
is written on my father’s hat
which I leave beside you
from my body emerge
woollen men, women and animals
– I can no longer see you –
with my hand I open the wooden drawer
take out knife and fork
separate the messy letters
on the silver platter
and write in the middle
“What are all these strangers doing in my house?”
FROZEN BIRDS
What you are
offering me are but crumbs for frozen birds
hanging at night
on the windows of houses
of ruined towns.
THE MISTY FACES OF GEORGE GROSZ*
Four men
wearing sombre overcoats
and hats
are walking tight-lipped
up a dark alleyway
The city walls
weigh down as
green mould
from the large canal
grows on their edges.
The men come out onto the wide
square with the tobacconists
and the low mist
that hides the faces
of passers-by
Knee-high dresses
stiletto heels and
long stoles
lonesome, pensive figures
savour the dampness
of the specious city
like a new caress
as Grosz came to love them
in an autumn of yore
and invented the frightened
intellectual with burnt matches
in his hand
seeking desperately
to light the blurred
faces of the glassy years.
THE LEADEN MAN
And of a sudden
he stretches out his hand
and throws the golden
cheque in the river
on whose banks
have difficulty in breathing
among dirty sheets
and blind dogs
the outcasts of the leaden nation
with the closed windows
and the cold balconies
He goes up to the edge of the lengthy bridge
removes the coward sovereign’s crown
from his head
tears off from the heavy topcoat
the small precious decorations of victory
opens his long arms
and leaps
into the void.

DAPHNE NIKITA
Betty’s adventure and other poems
(..Poema..) editions, Athens 2009

Translated from the Greek text by Yannis Goumas

Το βροχερo βαγoνι

Εκδόσεις “Το Ροδακιό” – Αθήνα 2007

Μια νέα φωνή ποιητική έρχεται στο ήδη πολυσύχναστο λογοτεχνικό προσκήνιο. Η ποιητική συλλογή της Δάφνης Νικήτα «Το Βροχερό Βαγόνι» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό». Τα ποιήματα της Δάφνης Νικήτα απηχούν την υπερσύγχρονη τάση της ενοποίησης των τεχνών, είναι ποιήματα εικαστικά, αρχιτεκτονικά, μουσικά, κινηματογραφικά και φωτογραφικά. Χωρίς να προδίδουν άμεσα το μυστικό τους, ωστόσο είναι ποιήματα μιλητά, μπορείς να τα πεις και να τα ξαναπείς όπως γινόταν και με τα παλιά ποιήματα. Η ποιητική αυτή συλλογή, που είναι η δεύτερη συλλογή της Δ. Νικήτα μετά από το «Μπουκάλια από το ίδιο άρωμα»

Το παραμύθι που πάγωσε

Το νερό
είναι κρύο
γι αυτό λέω να μπω
σ΄ αυτό το αναποδογυρισμένο
καρυδότσουφλο που βρήκα
στο τέλος του παλιού παραμυθιού
– αυτό που φεύγει μακριά –
Από τότε γυρνάω
μαζί του σε κύκλους
μέσα σ΄ ένα ποτήρι
παγωμένη βροχή.

Τριαντάφυλλα από ζάχαρη

Κρύβω στις τσέπες
τριαντάφυλλα από ζάχαρη
και περπατώ στους ζεστούς
διαδρόμους του
κόκκινου λαβύρινθου
– Ακούω τα βήματά σου –
Η γυναίκα με το διάφανο φόρεμα
ισορροπεί στις άκρες των δακτύλων της
καθώς ένας άντρας με κεφάλι αλόγου
και ξερά χόρτα στο χέρι
υποκλίνεται με χάρη μπροστά της
Βγαίνω σε ξέφωτο
γεμάτο μυρωδιές από παραμύθια ξεχασμένα
στον πάτο της λίμνης με τα χιλιάδες νούφαρα
Τι κάνουν τα πράσινα μικρά ποντίκια με τα ξωτικά;
– Ακούω τα βήματα σου –
Ψάχνω να βρω τη γυναίκα
αυτή με τα λευκά πέταλα στο μέτωπο
να τεντώνει πάνω σε στρώμα που γράφει
σ’ αγαπώ
το ατροφικό κορμί της.
Στο τέλος ανοίγω την κόκκινη πόρτα
και τότε ξαφνικά
ο καθρέφτης –

Φλάουτο από κρύσταλλο

Τα μεσάνυκτα
η πνοή ενός φλάουτου
ζωντανεύει τη μορφή σου
σε σκηνή
σκοτεινή.
Χορεύεις μαζί με τις
μαύρες φιγούρες
αυτές που ταξίδευσαν
μαζί σου
πάνω απ’ τον ωκεανό.
Χωρίς οίκτο τα πόδια
και τα χέρια κτυπάνε τον τοίχο
οι ήχοι των χρόνων που πέρασαν παντού –
τινάζω το κορμί να σε αγγίξω
και όμως σαν ψέματα
από ψηλά κατεβαίνουν
με δύναμη αναμένα κρύσταλλα
και απλώνονται
σαν μικρές φωτιές
που καίνε
τα πάντα.

Μάρτης του 41’

Πίσω από
σκιές και αινίγματα
πλάι στη μεγάλη γέφυρα
της κρύας πολιτείας
σε λευκό κουρέλι
βρήκα το σκονισμένο βιβλίο
Μάρτης του 41’, έγραφε
χαρισμένο για τα δέκα σου χρόνια
κι έτσι έμαθα
κρυφά και σιωπηλά
πως χρόνια πολλά πριν
γνώρισες όπως και γω
όλα τα θλιμμένα μυστικά
που ξέμειναν στις ρωγμές
του κόκκινου σπιτιού
εκεί που αρχίζει το ποτάμι
στο πίσω ράφι
της ξύλινης
βιβλιοθήκης.

Πορτραίτο εποχής

Και ξαφνικά
φτερά λευκά παντού
φωνές και δάκρυα
από το κρύο πάτωμα
για την νύκτα που έρχεται
αργά σαν άστρο
που δεν πέφτει ποτέ
στους υγρούς δρόμους
του βορρά η γυναίκα
με το κεντημένο φόρεμα ακόμη
ψάχνει να βρει την μορφή
του χθεσινού ονείρου.
Χάνεται σε μέρος σκοτεινό
με θόρυβο από μηχανές
και ανθρώπους
φτερά λευκά παντού.
Κανείς δεν την γυρεύει
κι όμως την αγαπούν
σαν πορτραίτο εποχής
φτιαγμένο απ’ το δικό σου χέρι
καθώς μάτια γριάς
καρφώνονται πάνω
στο άψυχο
κορμί της.

Σοφίτα

Το φεγγάρι είναι
κιόλας εφτά ημερών
έλα,
στην επιφάνεια της λίμνης
βλέπω αυτά που ζητάς
μην αργείς γιατί κόκκινες μικρές
πεταλούδες βάφουν το νερό.
Στην Οσάκα σε περιμένουν
κοιτώντας τον ουρανό
ενώ εσύ ερωτεύεσαι
κρυμμένη στο βάθος
της στενής σοφίτας.
Πάνω σε ζεστό χαλί
ονόματα εραστών που κουβαλάς
απ’ τις γκρίζες πολιτείες της Δύσης
σε κρατούν ζωντανή
τα βράδια.
Σε είδα να φεύγεις νωρίς
κρατώντας αγκαλιά το
παγωμένο σώμα του
χθεσινού φεγγαριού.

Roses of Sugar

I hide in my pockets
roses of sugar
and I walk in the hot
corridors of
the red labyrinth
– I hear your footsteps –
The woman in the filmy dress
poises on the tips of her toes
while a man with the head of a horse
and dried grass in his hand
bows gracefully before her
I emerge into light
full of scents of forgotten fairytales
on the bottom of the lake with the thousand water-lilies
What are the little green mice doing with the sprites?
-I hear your footsteps –
I am looking for the woman
with the white petals on her forehead
stretching her atrophied body
on a bed which writes
I love you.
Finally I open the red door
and then suddenly
– the mirror –

Summer Afternoon

Like an old
mansion
forgotten in the unfairness
of time
in the centre
of the green mountain
I found you
– summer afternoon –
The door open.
As if spell-bound I went up the stairs.
The footsteps, white, airy
lead me to rooms
of broken glass.
Torn papers, books without titles, stories without words
– I am lost –

At the end of the corridor
eerie voices remind me
that what I am living
is just
another
of my
stories.

Translation: Christine Robinson
το βροχερό βαγόνι στο ηλεκτρονικό περιοδικό poema

Μπουκαλια απο το ιδιο αρωμα

Εκδόσεις “Εν Τύποις” – Λευκωσία 1999

Γυναίκα

Κάθε φορά που βρέχει
αυτή περπατάει στους δρόμους.
Έχει μια γυάλινη μπάλα
στην κοιλιά και φύκια στο στόμα.
Κανείς δεν της μίλησε ποτέ
για τη γυναίκα που είχε
τα μάτια γεμάτα βροχή.
Σαν σε όνειρο
Πώς γίνεται
μια πέτρα
τόση δα
να χωράει
στην επιφάνεια της
ένα ουρανό
που διώχνει τη θλίψη
απο τις μέρες
και τις νύκτες
που με τρώνε
έτσι απλά
χωρίς τύψεις

Δύο μικρές υποθέσεις
Κυλιέται και σκούζει αδιάκοπα
πάνω στα άσπρα πλακάκια
της κουζίνας
τα νύχια της κόκκινα και μυτερά
βγαλμένα έξω
η γλώσσα αγγίζει
την πρησμένη κοιλιά
δύο μικρές κραυγές ηχούν
απ’ το καλάθι της γέννας.

Χρώμα σελήνης

Νύκτες με μακό
μπλουζάκια
εκμυστηρεύσεις
τρελές
μέσα σε ποτήρια
κρασιού
χρώμα
σελήνης
υγρής.

Κι εγώ στην άκρη της κλωστής
υφαίνω παραμύθια
απο άγριες φράουλες.

Γράμμα σ΄ ένα φίλο

Τα όρια
στενεύουν
παράδοξα
καθώς το κενό
αποκτά μια άλλη
διάσταση.
Μεταφυσικά πλανιέται
πάνω σε τοίχο
το μαύρο τετράγωνό σου
Malevich
εκκρίνει το παράλογο.
Πλανιέται το μάτι ανίκανο
εκμηδενίζονται
τα τρισδιάστατα σημεία
Τίποτα πια δεν
αιωρείται.
Γράμμα
σ’ένα φίλο
ακολουθεί η “ποντικοπαγίδα”
– σαρκαστική η απάντησή σου Grosz
Πάνω σε άκρη
ο ίλιγγος
γρεμίζεται
κι έτσι εισβάλλεις μέσα
αγγίζοντας για πρώτη φορά
ζωντανό γαλάζιο
λίγο πρίν πηδήσεις
στο κενό.

Χωρίς μυστικά

Σε κείνο το
μέρος
όλα είναι
αλλιώτικα
σαν από
βελούδο
μικρά βουνά
γεμάτα
κοχύλια
που στάζουν
χρυσό.
Γλυστράει το
πόδι στην άμμο
μα φθάνει ως
την κορφή
εκεί που αρχίζει
ο ουρανός
και τότε τα
μυστικά μου
ολα
αγγίζουν
το φεγγάρι

Απέραντο μπλε

Στην κορφή της χιονισμένης πλαγιάς
εγώ και μια μάγισσα
ανακατεύουμε βοτάνια
απ’ τους γκρεμούς
κοιτάζοντας το απέραντο μπλε
του YvesKlein

Μπουκάλια από το ίδιο άρωμα

Κι ήτανε λέει
να επισκεφτώ πάλι
εκείνο το παράξενο δωμάτιο
να το κοιτάξω απ’ όλες του
τις εισόδους που δεν κλείσανε
γιατί
το κρεβάτι παραμένει
κόκκινα σάπιο και αδειανό
οι καθρέφτες κοροϊδεύουν
τα πρόσωπα
και τα γυρνάνε ανάποδα
έτσι που να γλιστράνε
από μέσα οσμές τρόμου
χθεσινού
η φυγή τρέφει τη νοσταλγία
μπουκάλια από το ίδιο άρωμα
κλωστές κουβάρια πάνω
σε σκάλα μετέωρη
αφού τα χέρια κρυσταλλώθηκαν
επικίνδυνα πάνω σε κομμένο κορμό
κι έτσι
το αυτοσχέδιο ζώο
δεν έχει πια σώμα
έχει μόνο κεφάλι
κι αυτό κέρινο.

Άτιτλο

Θυμάμαι
εκείνο το απόγευμα
στο ακρωτήρι του Έλληνα
το σύννεφο που πήρε
μορφή ψαριού
και γω να το
κοιτώ
– φωτογραφία της στιγμής –
που σ’ έκανε
για πάντα
δικό μου.

Η κούκλα

Βλέπω τα λεπτά της πόδια
να κρέμονται από το ράφι
το δέρμα της είναι πράσινο
-δεν θυμάμαι αν σου είπα πως σ’ αγαπώ-
τα δάκτυλα της κόκκαλα μυτερά
μα τα χείλη της σαν αίμα
αφήνουν τη μέρα να τρέχει
σαν καπνός μέχρι να φτάσει
νύχτα πια στο πλάι μου
-μα αφού σου το είπα πως σ’ αγαπώ-
είναι όμορφη σαν παιδί που στο χέρι έχει κλωστή
με μια καρδιά στο τέλος
και καθώς φυσάει ο άνεμος αυτή φεύγει ψηλά
-προσευχή σε ουρανό-
τη βλέπω να τρέμει
σηκώνω το βλέμμα να την αγγίξω
την κρύβουν όμως τα σύννεφα που γεννάει ο νους
όταν το φιλί σπάει με δύναμη στο πάτωμα
και οι ανάσες μιας αιμάτινης νύχτας παγώνουν και καίνε
χαράζοντας τα κρυστάλλινα πρόσωπα
βλέπω τον έρωτα σου να τρέχει από τα μάτια σου
σαν προσευχή που φεύγει ψηλά
και πίσω της αφήνει λέξεις που μου χαιδεύουν τα δάκτυλα
μ’ αγκαλιάζουν σφικτά
μέχρι να πονέσω
μέχρι να πω
πως σ’ αγαπώ
ξανά και ξανά
μέχρι να γεμίσει το δωμάτιο
με κόκκαλα μυτερά
σαν λευκά σύννεφα
μέχρι να τη δω και πάλι απέναντι μου
να χαμογελάει και από
τα κόκκινα χείλη να γεννιέται
ολόκληρο και πάλι
το φιλί